Δίδυμ'

Δίδυμ'
Δίδυμε , Δίδυμος
double
masc voc sg
Δίδυμαι , Διδύμη
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δίδυμ' — δίδυμα , δίδυμος double neut nom/voc/acc pl δίδυμα , δίδυμος double neut nom/voc/acc pl δίδυμε , δίδυμος double masc voc sg δίδυμε , δίδυμος double masc/fem voc sg δίδυμαι , δίδυμος double fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναδικός — ή, ό (AM ἑναδικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, μοναδικός («τὴν έναδικὴν οὐσίαν τῆς ἁπλῆς καὶ μοναδικῆς θεότητος», Γρηγ. Νύσσ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐναδικόν («τὸ ἑναδικὸν τῆς πατρικῆς θεότητος», Δίδυμ.). επίρρ... εναδικώς …   Dictionary of Greek

  • κοινεών — κοινεών, ὁ (Α) ο κοινωνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιν άνων (< κοινός + κατάλ. ᾱων, πρβλ. διδυμ άων, ξυν άων). Η κατάλ. εών είναι η ιωνική αττική μορφή τής ομηρικής ᾱων. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη μορφή ᾱν (πρβλ. κοιν άν) και στην… …   Dictionary of Greek

  • λυκάων — (Lycaon). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Το πιο κοινό είδος του γένους αυτού είναι ο Lycaon pictus, ο οποίος έχει διαστάσεις και διαμόρφωση όπως του λύκου. Διαθέτει μεγάλα στρογγυλά αφτιά και λεπτό, μυώδες …   Dictionary of Greek

  • παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του …   Dictionary of Greek

  • περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • προσηγορικός — ή, ό / προσηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [προσήγορος] φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά» γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων τού ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • υπεραέριος — ον, Μ αυτός που βρίσκεται πάνω από τον αέρα («ὕδωρ ὑπεραέριον», Δίδυμ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀήρ, ἀέρος + κατάλ. ιος (πρβλ. εν αέρ ιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”